- υδρογονοβόμβα
- Εκρηκτική βόμβα με μεγάλη καταστρεπτική ενέργεια. Η δράση της στηρίζεται σε θερμοπυρηνική αντίδραση. Είναι η ισχυρότερη μέχρι σήμερα βόμβα, που δοκιμάστηκε σε στόχους μη πολεμικούς. Μετά την έκρηξη των ατομικών βομβών στο Ναγκασάκι και τη Χιροσίμα, οι ΗΠΑ προχώρησαν στην αναζήτηση νέων πηγών πυρηνικής ενέργειας και στα έτη 1950 – 1952, η Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας των ΗΠΑ πραγματοποίησε πειραματικές εκρήξεις βομβών νέου τύπου σε διάφορα νησιά του Ειρηνικού. Η βόμβα υδρογόνου ή Η-Βόμβα, διαφέρει από την ατομική ή A-Βόμβα, γιατί δεν εκμεταλλεύεται το φαινόμενο της πυρηνικής σχάσης των βαρέων πυρήνων (ουράνιου ή πλουτώνιου), αλλά χρησιμοποιεί πυρηνικές αντιδράσεις ελαφρών στοιχείων (υδρογόνο, τρίτιο, λίθιο κλπ.), για κατασκευή ανώτερων πυρήνων. Η ισχύς της υ. είναι πολύ μεγαλύτερη από εκείνην της ατομικής βόμβας. Βόμβες αυτού του τύπου κατασκευάστηκαν και δοκιμάστηκαν στις ΗΠΑ, στην Ε.Σ.Σ.Δ. και στην Αγγλία από το 1950. Η πρώτη βόμβα ρίχτηκε την 1η Μαρτίου 1954 σε μια κοραλλιογενή περιοχή του Ειρηνικού Ωκεανού, στο Μπικίνι, η δε ρύπανση, που επακολούθησε την έκρηξη ήταν εξαιρετικά μεγάλη.
Οι εγκαταστάσεις του Ρούκαν (Βέρμορκ), στη Νορβηγία, υπήρξαν το κέντρο του σκληρού αγώνα για τον ατομικό εξοπλισμό κατά τη διάρκεια του B’ Παγκόσμιου πόλεμου.
Γιατρός εξετάζει νεαρό που εκτέθηκε σε ραδιενεργή σκόνη ύστερα από δοκιμαστική έκρηξη βόμβας υδρογόνου (φωτ. ΑΠΕ).
Φωτογραφία του σύννεφου που δημιουργήθηκε μετά τη δοκιμαστική έκρηξη βόμβας υδρογόνου στις ΗΠΑ το 1952 (φωτ. ΑΠΕ).
* * *η, Νβόμβα υδρογόνου.[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρογόνο + βόμβα].
Dictionary of Greek. 2013.